- υδρονομείο(ν)
- το пункт водоснабжения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρονομείο — το, Ν [υδρονομή] 1. το κτήριο όπου στεγάζεται υδρονομική υπηρεσία 2. ο σταθμός τών υδρονομέων … Dictionary of Greek